ανεμιστήρας

ανεμιστήρας
Μηχάνημα που χρησιμεύει για την ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους ή για τη δημιουργία ρεύματος αέρα (εξαερισμός κτιρίων και ορυχείων, τροφοδοσία με αέρα και απομάκρυνση των αερίων καύσης από λέβητες και κάμινους, ψύξη τμημάτων μηχανών, ψύξη συμπυκνωτών και ψυγείων κινητήρων κλπ.). Οι βασικές κατηγορίες α. είναι τρεις: Φυγοκεντρικός α. Έχει ένα τμήμα που περιστρέφεται (έλικας) και το οποίο στηρίζεται σε ελικοειδές περίβλημα. Το αέριο μπαίνει από την είσοδο του περιβλήματος, φτάνει στα κανάλια του έλικα και από εκεί, με την επίδραση της φυγόκεντρης δύναμης, περνά από το ελικοειδές πλαίσιο στην έξοδο. Αξονικός α. Έχει τον έλικα μέσα σε κυλινδρικό περίβλημα και ο αέρας, κατά την περιστροφή του έλικα, μετακινείται αξονικά. Στον α. αυτό είναι δυνατή και αντιστρεπτή λειτουργία, δηλαδή αν αλλάξει η φορά περιστροφής του έλικα, αλλάζει η διεύθυνση ροής του αερίου. Α. μεταβλητής χωρητικότηταςπεριστρεφόμενος αεροσυμπιεστής. Είναι πιο αποδοτικός και μπορεί να αναπτύξει μεγαλύτερες πιέσεις από τον φυγοκεντρικό και τον αξονικό α. Στον τύπο αυτό υπάρχουν δύο ελάσματα που περιστρέφονται και τα οποία είναι στηριγμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε ο όγκος του αέρα που είναι κλεισμένος ανάμεσα σε καθένα από αυτά και το σώμα του α. να ελαττώνεται βαθμιαία από τη θέση του ανοίγματος αναρρόφησης έως τη θέση της εμφύσησης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται συνεχής συμπίεση του αέρα που μεταφέρεται. Οι α. που χρησιμοποιούνται για την απομάκρυνση των αερίων της καύσης λέγονται α. εξαγωγής, αυτοί που χρησιμοποιούνται για την απομάκρυνση αέρα που περιέχει στερεά σωματίδια α. συλλογής σκόνης και αυτοί που είναι κρεμαστοί α. οροφής. Οι α. μπορούν να τοποθετηθούν σε σειρά ή παράλληλα, για να αυξηθούν η απόδοση και η πίεση (π.χ. στα ορυχεία ή στους υπόγειους σιδηροδρόμους).
* * *
ο
μηχάνημα που παράγει ρεύμα αέρα και έτσι δημιουργεί δροσιά στον χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον φυσιοδίφη Κ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανεμιστήρας — ο μηχάνημα, συνήθως φορητό, που χρησιμεύει στη δημιουργία ρεύματος αέρα: Οι ανεμιστήρες πάνε να εκτοπιστούν από τις συσκευές κλιματισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • αεριστήρας — και αεριστής, ο [αερίζω] 1. συσκευή για την τεχνητή ανανέωση τού αέρα σε κλειστούς χώρους (ανεμιστήρας, εξαεριστήρας κ.λπ.) 2. μικρό παράθυρο και γενικά άνοιγμα, που διευκολύνει στον αερισμό ενός χώρου, όπου η διέλευση τού αέρα είναι δύσκολη ή… …   Dictionary of Greek

  • αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • αποδέκτης — Το πρόσωπο ή η αρχή όπου απευθύνεται ένα τηλεγράφημα, ένα τηλεφώνημα, μία επιστολή κλπ. Έτσι λέγεται επίσης και o τελικός σταθμός προορισμού ενός τηλεγραφήματος, ενώ o ενδιάμεσος σταθμός που πιθανώς να το δεχτεί λέγεται ενδιάμεσος σταθμός… …   Dictionary of Greek

  • απορροφητήρας — ο κατάλληλη διάταξη (ανεμιστήρας) που απορροφά αέρια ή λεπτόκοκκα υλικά δημιουργώντας κατάλληλο κενό …   Dictionary of Greek

  • πισίνα — Μικρή τεχνητή λίμνη, κατάλληλη για λουτρά και για αγώνες κολύμβησης και κατάδυσης. Ο όρος προέρχεται από τις μεγάλες στέρνες που κατασκεύαζαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι στις βίλες τους, όπου διατηρούσαν ψάρια (pesce = ψάρι)· πισίνες ονόμαζαν επίσης τις …   Dictionary of Greek

  • προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… …   Dictionary of Greek

  • σαλίγκαρος — και σαλίγγαρος, ο, Ν 1. το σαλιγκάρι 2. συνεκδ. (παλαιότερα) διάδρομος σε σχήμα οστράκου σαλιγκαριού, στον οποίο ασκούνταν και εξετάζονταν οι υποψήφιοι οδηγοί αυτοκινήτων 3. ναυτ. κεντρόφυγος ανεμιστήρας για τον αερισμό τών εσωτερικών χώρων τού… …   Dictionary of Greek

  • αλωνιστική μηχανή — Γεωργικό μηχάνημα, το οποίο διαχωρίζει τους κόκκους των δημητριακών από το περίβλημά τους και τους απαλλάσσει από το άχυρο και τις άλλες ξένες ύλες. Ανάλογα με τις εργασίες που εκτελούν, οι α.μ. διακρίνονται σε απλές, σύνθετες και πλήρεις. Η απλή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”